λογοπλάθος

λογοπλάθος
λογο-πλάθος [pron. full] [ᾰ], ,
A fable-maker, e.g. Aesop, Phryn.PS p.86 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογοπλάθος — λογοπλάθος, ὁ (Α) (για τον Αίσωπο) αυτός που πλάθει μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάθος(< πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος, πηλο πλάθος] …   Dictionary of Greek

  • λογοπλάθος — fable maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”